- θωρακοστομία
- ηιατρ. διάνοιξη οπής στο θωρακικό τοίχωμα για την ελάττωση μεγάλης ενδοθωρακικής πίεσης, που οφείλεται είτε σε ανεγχείρητο μεσοπνευμόνιο όγκο είτε σε υπερβολική αύξηση τού όγκου τής καρδιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracostomy < thoraco- (πρβλ. θώραξ, -κος) + -stomy (πρβλ. -στομία < στόμα)].
Dictionary of Greek. 2013.